διαφεντεύω

διαφεντεύω
(λ. λατ.), διαφέντεψα, διαφεντεύτηκα, διαφεντεμένος
1. προστατεύω, υπερασπίζομαι: Ζει μόνη της, χωρίς κανένα να τη διαφεντεύει.
2. διοικώ, έχω υπό την εξουσία μου: Διαφεντεύει καλά την επιχείρησή του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαφεντεύω — διαφεντεύω, διαφέντεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαφεντεύω — και διαυθεντεύω και δηφενδεύω, δεφενδεύω, δεφεντεύω, διαφεδεύγω, διαφενδεύω, διαφεντεύω, διαφεντεύγω) 1. προστατεύω, υπερασπίζω, υποστηρίζω 2. κυβερνώ, εξουσιάζω, διαχειρίζομαι («ὁποῑον [φησὶ] ἐδιαυθέντευεν ὁ ρὴξ τῆς Ἐγγλιτέρρας», Γεωργηλάς) μσν …   Dictionary of Greek

  • αδιαφέντευτος — η, ο [διαφεντεύω] 1. αυτός που δεν διαφεντεύεται, δεν εξουσιάζεται 2. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δεφενδεύω — (Μ) διαφεντεύω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. defendere] …   Dictionary of Greek

  • διάσωνας — και διάθονας, ο ο δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. που δίνει εσφαλμένα την εντύπωση ότι είναι σύνθετη με α συνθετικό το διά (πρβλ. υδράργυρος διάργυρος, διαφεντεύω δηφεντεύω)] …   Dictionary of Greek

  • διαυθεντεύω — (Μ διαυθεντεύω) διαφεντεύω* …   Dictionary of Greek

  • diafendisi — diafendisí ( sésc, ít), vb. – A apăra, a proteja. – var. diafendefsi. ngr. διαφεντεύω, aorist διαφεντευσα (Gáldi 169; Tiktin). înv., ca şi der. diafendipsis, s.f. (apărare); diafendisitor(iu), adj. (apărător). Trimis de blaurb, 18.11.2008. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”