διαφεντεύω — διαφεντεύω, διαφέντεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαφεντεύω — και διαυθεντεύω και δηφενδεύω, δεφενδεύω, δεφεντεύω, διαφεδεύγω, διαφενδεύω, διαφεντεύω, διαφεντεύγω) 1. προστατεύω, υπερασπίζω, υποστηρίζω 2. κυβερνώ, εξουσιάζω, διαχειρίζομαι («ὁποῑον [φησὶ] ἐδιαυθέντευεν ὁ ρὴξ τῆς Ἐγγλιτέρρας», Γεωργηλάς) μσν … Dictionary of Greek
αδιαφέντευτος — η, ο [διαφεντεύω] 1. αυτός που δεν διαφεντεύεται, δεν εξουσιάζεται 2. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
δεφενδεύω — (Μ) διαφεντεύω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. defendere] … Dictionary of Greek
διάσωνας — και διάθονας, ο ο δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. που δίνει εσφαλμένα την εντύπωση ότι είναι σύνθετη με α συνθετικό το διά (πρβλ. υδράργυρος διάργυρος, διαφεντεύω δηφεντεύω)] … Dictionary of Greek
διαυθεντεύω — (Μ διαυθεντεύω) διαφεντεύω* … Dictionary of Greek
diafendisi — diafendisí ( sésc, ít), vb. – A apăra, a proteja. – var. diafendefsi. ngr. διαφεντεύω, aorist διαφεντευσα (Gáldi 169; Tiktin). înv., ca şi der. diafendipsis, s.f. (apărare); diafendisitor(iu), adj. (apărător). Trimis de blaurb, 18.11.2008. Sursa … Dicționar Român